Το γλωσσικό ιδίωμα των κατοίκων του Πωγωνίου και της Δερόπολης είναι καθαρά ελληνικό, εκτός από ελάχιστες τούρκικες, αλβανικές και σλάβικες λέξεις.
Οι διάφοροι επιδρομείς που πέρασαν δεν μπόρεσαν να επιφέρουν αλλοιώσεις, άλλωστε και ο Ελληνισμός της περιοχής παρέμεινε συμπαγής.
Δυστυχώς υπήρχαν λέξεις, που χρησιμοποιούσαν πολύ παλιά, όμως χάθηκαν στο πέρασμα του χρόνου μαζί με τον παππού και την γιαγιά . . .
Κάποιες στάθηκαν πιο τυχερές και φθάνουν σ' εμάς με την προφορική παράδοση, τα παραμύθια, τις καθημερινές κουβέντες στο σπίτι, στο χωράφι . . . όσες μπόρεσε να συγκρατήσει η μνήμη.
Βίλλυ Παγοπούλου-Λογοθέτη
Οι διάφοροι επιδρομείς που πέρασαν δεν μπόρεσαν να επιφέρουν αλλοιώσεις, άλλωστε και ο Ελληνισμός της περιοχής παρέμεινε συμπαγής.
Δυστυχώς υπήρχαν λέξεις, που χρησιμοποιούσαν πολύ παλιά, όμως χάθηκαν στο πέρασμα του χρόνου μαζί με τον παππού και την γιαγιά . . .
Κάποιες στάθηκαν πιο τυχερές και φθάνουν σ' εμάς με την προφορική παράδοση, τα παραμύθια, τις καθημερινές κουβέντες στο σπίτι, στο χωράφι . . . όσες μπόρεσε να συγκρατήσει η μνήμη.
Βίλλυ Παγοπούλου-Λογοθέτη
ΓΛΩΣΣΑΡΙ
Ανασκιράω τακτοποιώ, βάζω τα πράγματα στη θέση τους
άμπουρας ατμός
αρεντεύω τρέχω
βακούφικα κτήματα της Εκκλησίας (τουρκ. vakif)
βαρικό υγρός τόπος
βαϊζει γέρνει προς το ένα μέρος π.χ. βάισε το φορτίο στο ζώο
γεννίδι το μικρό παιδί
γιοργάνι πάπλωμα
γκαζαμιά η μουριά
γκιζερώ γυρίζω από δω κι από κει
γκουντουλώ κατρακυλώ
γκριπούρι κυψέλη μελισσών
γκίζα μυζήθρα
γκισαμιά αγριαχλαδιά
γκουστουρίτσα σαύρα
δόγα σανίδι
έκα ! περίμενε !
ζακόνι έθιμο, συνήθεια
ζάφτω πέφτω από ψηλά
ζιαφέτι γλέντι, τσιμπούσι
ζιουπάω πιέζω με τα χέρια
ήσκιωμα φάντασμα
θερμασιές πυρετός
θιαμένουμαι απορώ, θαυμάζω
ίτσιου καθόλου, τίποτα
καζάντια τα πλούτη, κέρδη(τουρκ. kazanmak)
καλαντζής γανωτής
κάργια είδος πουλιού
καργιόλα κρεβάτι με κάγκελα
καστραβέτσι αγγούρι
κατσιουλώνουμαι σκεπάζομαι
κιβούρι τάφος
κανίσκια δώρα των καλεσμένων σε γάμο
κοπιάστε ! ορίστε, πάρτε !
κατσιούπι ο ασκός
καστανίκοβο το σκληρό καρύδι
κάχτες τα καρύδια
κουντούρες είδος παπυτσιού (τουρκ. kundura)
κούτσικος μικρός
κοσμικιάρης ο συντονιστής
κούγιαυλο ο αφηρημένος (αρχ. αυτός που ακούει αυλό)
κριγιασόπιτα κρεατόπιτα
λαλαγγίτες είδος τηγανίτας (αρχ. ελλ. λαλάγγη)
λειπανό είδος ψωμιού από καλμπόκι χωρίς προζύμι
λοβιάζω λερώνω
λελέκι πελαργός
λιγκιάζω έχω λόξυγκα
μακαράς καρούλι κλωστής (τουρκ. makara)
μάλε σεβάσμιο πρόσωπο κάποιας ηλικίας
μάστακας ακρίδα
ματσιαλάω μασουλάω
μπαργιάκι το λάβαρο της γαμήλιας πομπής (τουρκ.
bayrak = σημαία)
μπανταλομάρες κουταμάρες
μπατζαριό τυροκομείο
μπατζαριά λαχανόπιτα χωρίς φύλλα
μπίμιτσα αποθήκη κάτω από το σπίτι, χώρος δροσερός
για τρόφιμα
μπόλια βρασμένα καλαμπόκια
μπομπότα ψωμί από καλαμπόκι
μπούντενα βαρέλια ξύλινα για το τυρί
μπρούσια χόβολη
μούσγκωσε νύχτωσε
μπούτσιρος όμορφος, καθαρός (αλβ. λέξη)
μπύρι μου ! έκφραση στοργής κι αγάπης
μυρί μεγάλη ποσότητα
ναμικιάρης αχάριστος
ντερβένι δημόσιος δρόμος
ντριμόνι κόσκινο με μεγάλες τρύπες
ξαχλιάζω χαζεύω να πενάει η ώρα
ξεμπλέτσιατος γυμνός
ορμήνια συμβουλή
οργιό πυρετός, κρυάδες
Ούι ! επιφώνημα για κάτι δυσάρεστο ή απρόοπτο
ομπόλια μεγάλο μεταξωτό γυναικείο μαντήλι για το
κεφάλι
πατούνια κάλτσες
πρίσκαλο το άγουρο σύκο
πέτος πετεινός
πέτουρα είδος χυλοπιτας
πουτούρι χοντρό, στενό ανδρικό παντελόνι
πηδούλια σκουλήκια στο τυρί
προυσταλιάζω βάζω το νεογέννητο αρνί ή κατσίκι να βυζάξει τη μάνα του
πρατσαλάει πετάει σπίθες από κάψιμο κλαριών, κυρίως κέδρου
ρουκώνω τρώω πολύ
ρουτί πουκαμίσα
ρέντζελο κουρέλι
ρίθια κότες
ρουγγάλισμα ρέψιμο
σαρμανίτσα η κούνια του μωρού
σέμπρος συνέταιρος γεωργού, στα ζώα για το όργωμα (σλαβ. sebru)
σινί είδος ρηχού ταψιού
σκουτί φόρεμα (αρχ. ελλ. σκύτος)
συχαρίκια ευχάριστη είδηση για φιλοδώρημα
σιουγκράφι χαλάζι
σουργούνι έκφραση ντροπής΄, π.χ. έγινε σουργούνι στο χωριό
σκιόριγμα σκιάχτρο
σιούριξε του έστριψε
σκιαρδούκλια εργαλείο που χρησιμοποιούν οι γεωτγοι για
όργωμα
τάμπαρο ορθάνοιχτα (ιταλ. tabarro), π.χ. η πόρτα έμεινε τάμπαρο
ταπί τίτλος ιδιοκτησίας (τουρκ. tapu)
τσαϊρι λιβάδι
τσέργα χοντρή μάλλινη κουβέρτα
τσάβαλα τα ρούχα
τζάτσι σκοτάδι
τσιαραμαλάω τα κάνω άνω-κάτω
τσιάμπα σπουργίτι
τσίλικο καινούριο
τζομπόκια ήρθε με τα χέρια άδεια
φελί φέτα φρούτου, ψωμιού
φούλτακας φουσκάλα από κάψιμο
φτουράει υπάρχει σε ποσότητα, αρκεί
χαλές αποχωρητήριο (αλβ. hale)
χασήλι πρασινάδα για τα ζώα
χαψιά μπουκιά
χολιάζω στενοχωριέμαι
χουλιάρι κουτάλι
χουσμεκιάρης υπηρέτης
ψίκι η γαμήλιος πομπή με τη νύφη
ψια λίγο
ψωμόδογα η θήκη για το ψωμί
άμπουρας ατμός
αρεντεύω τρέχω
βακούφικα κτήματα της Εκκλησίας (τουρκ. vakif)
βαρικό υγρός τόπος
βαϊζει γέρνει προς το ένα μέρος π.χ. βάισε το φορτίο στο ζώο
γεννίδι το μικρό παιδί
γιοργάνι πάπλωμα
γκαζαμιά η μουριά
γκιζερώ γυρίζω από δω κι από κει
γκουντουλώ κατρακυλώ
γκριπούρι κυψέλη μελισσών
γκίζα μυζήθρα
γκισαμιά αγριαχλαδιά
γκουστουρίτσα σαύρα
δόγα σανίδι
έκα ! περίμενε !
ζακόνι έθιμο, συνήθεια
ζάφτω πέφτω από ψηλά
ζιαφέτι γλέντι, τσιμπούσι
ζιουπάω πιέζω με τα χέρια
ήσκιωμα φάντασμα
θερμασιές πυρετός
θιαμένουμαι απορώ, θαυμάζω
ίτσιου καθόλου, τίποτα
καζάντια τα πλούτη, κέρδη(τουρκ. kazanmak)
καλαντζής γανωτής
κάργια είδος πουλιού
καργιόλα κρεβάτι με κάγκελα
καστραβέτσι αγγούρι
κατσιουλώνουμαι σκεπάζομαι
κιβούρι τάφος
κανίσκια δώρα των καλεσμένων σε γάμο
κοπιάστε ! ορίστε, πάρτε !
κατσιούπι ο ασκός
καστανίκοβο το σκληρό καρύδι
κάχτες τα καρύδια
κουντούρες είδος παπυτσιού (τουρκ. kundura)
κούτσικος μικρός
κοσμικιάρης ο συντονιστής
κούγιαυλο ο αφηρημένος (αρχ. αυτός που ακούει αυλό)
κριγιασόπιτα κρεατόπιτα
λαλαγγίτες είδος τηγανίτας (αρχ. ελλ. λαλάγγη)
λειπανό είδος ψωμιού από καλμπόκι χωρίς προζύμι
λοβιάζω λερώνω
λελέκι πελαργός
λιγκιάζω έχω λόξυγκα
μακαράς καρούλι κλωστής (τουρκ. makara)
μάλε σεβάσμιο πρόσωπο κάποιας ηλικίας
μάστακας ακρίδα
ματσιαλάω μασουλάω
μπαργιάκι το λάβαρο της γαμήλιας πομπής (τουρκ.
bayrak = σημαία)
μπανταλομάρες κουταμάρες
μπατζαριό τυροκομείο
μπατζαριά λαχανόπιτα χωρίς φύλλα
μπίμιτσα αποθήκη κάτω από το σπίτι, χώρος δροσερός
για τρόφιμα
μπόλια βρασμένα καλαμπόκια
μπομπότα ψωμί από καλαμπόκι
μπούντενα βαρέλια ξύλινα για το τυρί
μπρούσια χόβολη
μούσγκωσε νύχτωσε
μπούτσιρος όμορφος, καθαρός (αλβ. λέξη)
μπύρι μου ! έκφραση στοργής κι αγάπης
μυρί μεγάλη ποσότητα
ναμικιάρης αχάριστος
ντερβένι δημόσιος δρόμος
ντριμόνι κόσκινο με μεγάλες τρύπες
ξαχλιάζω χαζεύω να πενάει η ώρα
ξεμπλέτσιατος γυμνός
ορμήνια συμβουλή
οργιό πυρετός, κρυάδες
Ούι ! επιφώνημα για κάτι δυσάρεστο ή απρόοπτο
ομπόλια μεγάλο μεταξωτό γυναικείο μαντήλι για το
κεφάλι
πατούνια κάλτσες
πρίσκαλο το άγουρο σύκο
πέτος πετεινός
πέτουρα είδος χυλοπιτας
πουτούρι χοντρό, στενό ανδρικό παντελόνι
πηδούλια σκουλήκια στο τυρί
προυσταλιάζω βάζω το νεογέννητο αρνί ή κατσίκι να βυζάξει τη μάνα του
πρατσαλάει πετάει σπίθες από κάψιμο κλαριών, κυρίως κέδρου
ρουκώνω τρώω πολύ
ρουτί πουκαμίσα
ρέντζελο κουρέλι
ρίθια κότες
ρουγγάλισμα ρέψιμο
σαρμανίτσα η κούνια του μωρού
σέμπρος συνέταιρος γεωργού, στα ζώα για το όργωμα (σλαβ. sebru)
σινί είδος ρηχού ταψιού
σκουτί φόρεμα (αρχ. ελλ. σκύτος)
συχαρίκια ευχάριστη είδηση για φιλοδώρημα
σιουγκράφι χαλάζι
σουργούνι έκφραση ντροπής΄, π.χ. έγινε σουργούνι στο χωριό
σκιόριγμα σκιάχτρο
σιούριξε του έστριψε
σκιαρδούκλια εργαλείο που χρησιμοποιούν οι γεωτγοι για
όργωμα
τάμπαρο ορθάνοιχτα (ιταλ. tabarro), π.χ. η πόρτα έμεινε τάμπαρο
ταπί τίτλος ιδιοκτησίας (τουρκ. tapu)
τσαϊρι λιβάδι
τσέργα χοντρή μάλλινη κουβέρτα
τσάβαλα τα ρούχα
τζάτσι σκοτάδι
τσιαραμαλάω τα κάνω άνω-κάτω
τσιάμπα σπουργίτι
τσίλικο καινούριο
τζομπόκια ήρθε με τα χέρια άδεια
φελί φέτα φρούτου, ψωμιού
φούλτακας φουσκάλα από κάψιμο
φτουράει υπάρχει σε ποσότητα, αρκεί
χαλές αποχωρητήριο (αλβ. hale)
χασήλι πρασινάδα για τα ζώα
χαψιά μπουκιά
χολιάζω στενοχωριέμαι
χουλιάρι κουτάλι
χουσμεκιάρης υπηρέτης
ψίκι η γαμήλιος πομπή με τη νύφη
ψια λίγο
ψωμόδογα η θήκη για το ψωμί